Λαγυνίων
From LSJ
Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut
Greek (Liddell-Scott)
Λᾰγῡνίων: ὁ, ὄνομα παρασίτου, Ἀθήν. 584F.
Greek Monolingual
Λαγυνίων, -ωνος, ὁ (Α) λάγυνος
προσωνυμία του Δημοκλέους, ενός παράσιτου ατόμου που τρεφόταν από άλλους.