Λερναία

From LSJ

εἴς μ' ὁρεῦσα καρκίνου μέζον → looking at me with saucer-eyes

Source

Greek Monolingual

Λερναῖα, τα (Α) Λέρνα
1. τα μυστήρια της αρχαίας πόλης Λέρνης στην Αργολίδα
2. ονομασία εορτής που γινόταν στην πόλη Λέρνη προς τιμήν της Δήμητρος Λερναίας.