Μιλησιακός

From LSJ

Δοῦλος γεγονὼς ἑτέρῳ <γε> δουλεύειν φοβοῦ → Servire in servitute servo alii time → Als Sklave wolle keinem Sklaven Sklave sein

Menander, Monostichoi, 138

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
c. Μιλήσιος.

Russian (Dvoretsky)

Μῑλησιακός: Plut., Luc. = Μιλήσιος I.