άινος

From LSJ

πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me

Source

Greek Monolingual

ἄινος, -ον (Α)
αυτός που δεν έχει ίνες ή αγγεία.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < - στερητ. + ἶς, ἰνὸς «ίνα»].