πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me
ἄινος, -ον (Α)αυτός που δεν έχει ίνες ή αγγεία.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀ- στερητ. + ἶς, ἰνὸς «ίνα»].