άκερχνος

From LSJ

Μακάριόν ἐστιν υἱὸν εὔτακτον τρέφειν → Felicitas eximia sapiens filius → Ein Glück ist's, einen Sohn, der brav ist, großzuziehn

Menander, Monostichoi, 342

Greek Monolingual

ἄκερχνος, -ον (Α) κέρχνος
1. αυτός που δεν έχει βραχνάδα
2. αυτός που θεραπεύει τη βραχνάδα.