λεπταῖς ἐπὶ ῥοπῆσιν ἐμπολὰς μακρὰς ἀεὶ παραρρίπτοντες → staking distant ventures on nice balancings
ἄκερως (-ω), -ων (Α)ο άκερος.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀ- στερητ. + κέρως < γεν. κέρα(σ)ος της λ. κέρας.