άσκη

From LSJ

ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself

Source

Greek Monolingual

ἄσκη, η (Α)
η άσκηση.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Μεταρρηματικό παράγωγο του ασκώ].