άσκιαχτος

From LSJ

ἀπὸ τῶν καρπῶν αὐτῶν ἐπιγνώσεσθε αὐτούς → ye shall know them by their fruits, by their fruits ye shall know them, by their fruits you shall know them, you will know them by their fruit

Source

Greek Monolingual

και άσκιαστος, -η, -ο (AM ἀσκίαστος, -ον)
αυτός που δεν σκεπάζεται από σκιά
νεοελλ.
εκείνος που δεν σκιάζεται, ο ατρόμητος
μσν.
όποιος δεν είναι σκεπασμένος με σκουριά.