άσκιαχτος

From LSJ

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source

Greek Monolingual

και άσκιαστος, -η, -ο (AM ἀσκίαστος, -ον)
αυτός που δεν σκεπάζεται από σκιά
νεοελλ.
εκείνος που δεν σκιάζεται, ο ατρόμητος
μσν.
όποιος δεν είναι σκεπασμένος με σκουριά.