ένθορος

From LSJ

τῶν γὰρ μετρίων πρῶτα μὲν εἰπεῖν τοὔνομα νικᾷ → the first mention of the word moderation wins the game (Euripides, Medea 125f.)

Source

Greek Monolingual

ἔνθορος, -ον (Α) θορός
(για ζώα) έγκυος («ζῴα ἔνθορα», Νίκων).