έξεστι

From LSJ

δύο ἀρνήσεις μίαν συγκατάθεσιν ποιοῦσι → two negatives make an affirmative

Source

Greek Monolingual

ἔξεστι (AM) (απρόσ. ρ.) εστί
επιτρέπεται, είναι δυνατό.