αέσκω

From LSJ

ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων → by grinding stone against stones

Source

Greek Monolingual

ἀέσκω (Α)
κοιμάμαι, αναπαύομαι.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Το ρ. χρησιμοποιείται κυρίως στον αόρ. (ἄεσα < ἄFεσσα;) συνοδευόμενο πάντοτε από τη λ. νύκτα(ς). Ανάγεται πιθανότατα σε ΙΕ ρίζα (a)we- / (a)wes- που σήμαινε αρχικά «μένω, είμαι, περνώ τον καιρό μου, κατοικώ» — πρβλ. αρχ. ινδ. νάς-ati «μένει», γοτθ. wis-an «είναι» κ.λπ.].