αγαλματοποιός
From LSJ
τὸ σὸν εἰς ἡμᾶς ἐνδιάθετον → your disposition towards us
Greek Monolingual
ο (Α ἀγαλματοποιός)
κατασκευαστής αγαλμάτων, γλύπτης.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἄγαλμα + ποιῶ].
τὸ σὸν εἰς ἡμᾶς ἐνδιάθετον → your disposition towards us
ο (Α ἀγαλματοποιός)
κατασκευαστής αγαλμάτων, γλύπτης.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἄγαλμα + ποιῶ].