αγγειόσπερμα

From LSJ

πάντες ἄνθρωποι τοῦ εἰδέναι ὀρέγονται φύσει → all men naturally desire knowledge

Source

Greek Monolingual

τα (Βοτ)
οικογένεια φανερόγαμων φυτών που τα σπέρματά τους είναι κλεισμένα σε αγγεία.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < angiospermae, νεολατιν. επιστημονικός όρος < ελλ. αγγείο + σπέρμα.