αγελαδάκι

From LSJ

ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship

Source

Greek Monolingual

και γελαδάκι, το
μικρή αγελάδα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < (α)γελάδα + υποκορ. κατάληξη -άκι].