γελάδα

From LSJ

κοινὸν τύχη, γνώμη δὲ τῶν κεκτημένων → good luck is anyone's, judgment belongs only to those who possess it

Source

Greek Monolingual

η
1. βλ. αγελάδα
2. γυναίκα μεγαλόσωμη και δυσκίνητη.