αγκωνιαίος

From LSJ

ὄρνιθι γὰρ καὶ τὴν τότ᾽ αἰσίῳ τύχην παρέσχες ἡμῖν → for it was by a good omen that you provided that past fortune to us

Source

Greek Monolingual

-αία, -αίο αγκώνας
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον αγκώνα.