αγλαόφημος

From LSJ

κακῶν ἀπέστω θάνατος, ὡς ἴδῃ κακά → of all evils let only death be absent, so he may see evils

Source

Greek Monolingual

ἀγλαόφημος, -ον (Α)
αυτός που έχει λαμπρή, μεγάλη φήμη.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀγλαός + φήμη.