αγούρι

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source

Greek Monolingual

το
συνήθως στον πληθ. τα αγούρια
άγουρος
τα σταφύλια του αγριαμπελιού που, και ώριμα, εξακολουθούν να είναι ξινά.