αγωνοδίκης

From LSJ

Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn

Menander, Monostichoi, 501

Greek Monolingual

ἀγωνοδίκης, ο (Α)
κριτής αγώνων, ἀγωνάρχης.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀγὼν + δίκη.