αδελφοπαίδι

From LSJ

Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut

Menander, Monostichoi, 66

Greek Monolingual

και αδερφοπαίδι, το (AM ἀδελφόπαις, ο, η)
το παιδί της αδελφής ή του αδελφού, ανιψιός ή ανιψιά
νεοελλ.
πληθ. τα αδελφοπαίδια
πρώτα ξαδέλφια.