αδελφοπαίδι
From LSJ
Νέῳ δὲ σιγᾶν μᾶλλον ἢ λαλεῖν πρέπει → Iuvenem magis tacere quam fari decet → Dem jungen Mann steht Schweigen mehr als Reden an
Greek Monolingual
και αδερφοπαίδι, το (AM ἀδελφόπαις, ο, η)
το παιδί της αδελφής ή του αδελφού, ανιψιός ή ανιψιά
νεοελλ.
πληθ. τα αδελφοπαίδια
πρώτα ξαδέλφια.