αδεξιοσύνη

From LSJ

Ξένοισι πιστοῖς πιστὸς ὢν γίγνου φίλος → Amicus esto fidus in fidum hospitem → Erweise treuen Fremden dich als treuer Freund

Menander, Monostichoi, 390

Greek Monolingual

η (Μ ἀδεξιοσύνη) ἀδέξιος
νεοελλ.
η αδεξιότητα
μσν.
ατύχημα, αναποδιά.