ἐὰν ᾖ τῳ θανάτου τετιμημένον → if sentence of death has been passed upon one
το (AM ἀτύχημα) ατυχήςδυστύχημα, δυσάρεστο γεγονόςαρχ.1. σφάλμα ή παράπτωμα που έγινε από άγνοια, σε αντίθεση με το αδίκημα2. σωματικό ελάττωμα3. (ευφημιστικά) έγκλημα.