αερόμυαλος
From LSJ
ἑωλοκρασίαν τινά μου τῆς πονηρίας κατασκεδάσας → having discharged the stale dregs of his rascality over me
Greek Monolingual
-η, -ο
ελαφρόμυαλος, επιπόλαιος, ανόητος.
ἑωλοκρασίαν τινά μου τῆς πονηρίας κατασκεδάσας → having discharged the stale dregs of his rascality over me
-η, -ο
ελαφρόμυαλος, επιπόλαιος, ανόητος.