αθετήσιμος

From LSJ

πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀθετήσιμος, -ον) ἀθετῶ
αυτός που είναι δυνατόν να αθετηθεί.