θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei
-ή, -ό (Α αἰγυπτιακός, -ή, -ὸν) Αἰγύπτιος
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Αίγυπτο ή προέρχεται από αυτήν
αρχ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα Αιγυπτιακά
τίτλος έργων του Ελλάνικου και άλλων.