Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

αιμορροϊδικός

From LSJ
Menander, Sententiae, 456

Greek Monolingual

-ή, -ό αιμορροΐδα</di�> 1. αυτός που πάσχει από αιμορροΐδες
2. αυτός που αναφέρεται στις αιμορροΐδες ή έχει σχέση με αυτές.