αιμορροϊδικός
From LSJ
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → For extreme diseases, extreme methods of cure, as to restriction, are most suitable.
Greek Monolingual
-ή, -ό αιμορροΐδα</di�> 1. αυτός που πάσχει από αιμορροΐδες
2. αυτός που αναφέρεται στις αιμορροΐδες ή έχει σχέση με αυτές.