αιολόδακρυς
From LSJ
κρειττότερον ἐστὶν εἰδέναι ἐν μέσῃ τῇ Πόλει φακιόλιον βασιλεῦον Τούρκου, ἢ καλύπτραν λατινικήν → I would rather see a Turkish turban in the midst of the City than the Latin mitre
αἰολόδακρυς (-υ) (Α)
αυτός που έχει στα μάτια του λαμπερά δάκρυα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αἰόλος + δάκρυ].