αιτήσιος

From LSJ

Ἐχθροῖς ἀπιστῶν οὔποτ' ἂν πάθοις βλάβην → Minus dolebis, quo hostibus credes minus → Dem Feind misstrauend bleibst von Schaden du verschont

Menander, Monostichoi, 164

Greek Monolingual

αἰτήσιος, ο (Μ) αἴτησις
αυτός που αιτεί, που ζητάει κάτι.