αἴτησις
ἀλλ' ἦν ἅπαντα τεταγμένα νόμων ἐπιταγαῖς → but all their acts were regulated by prescriptions set forth in laws
English (LSJ)
αἰτήσεως, ἡ, request, demand, Hdt.7.32, Antipho 5.4, POxy.1024.20 (ii A. D.); ἡ ἐρώτησις ἀποκρίσεώς ἐστιν αἴ. Arist.Int.20b22.
Spanish (DGE)
αἰτήσεως, ἡ
• Morfología: [gen. αἰτήσιος Hp.Or.Thess.422]
petición imperativa, exigencia γῆς Hdt.7.32
•gener. petición, solicitud τῆς ξυμμαχίας Th.1.32.2, cf. D.C.42.2.5, εὐχαὶ παρα θεῶν αἰτήσεις εἰσίν las plegarias son peticiones dirigidas a los dioses Pl.Lg.801a, ἡ ἐρώτησις ἡ διαλεκτικὴ ἀποκρίσεώς ἐστιν αἴ. Arist.Int.20b22, ἄτερ μισθῶν αἰτήσιως sin solicitud de paga Hp.l.c., τοῦ δήμου ἐξαποστείλαντος ἄνδρας ... [ἐπὶ τ] ὴν αἴτησιν τοῦ δικαστηρίου IM 93a.6 (II a.C.), en decr. honoríf. ὅταν ἐξέλθωσιν αἱ [ἐκ τοῦ νόμου ἡμ] έραι τῆς αἰτήσεως cuando haya transcurrido el plazo legal para la solicitud a la asamblea de concesión de honores IG 22.657.55 (III a.C.), τὰν αἴτησιν τοῦ στεφάνου Maier, GMBI 50.49 (Cárpatos II a.C.), ref. peticiones por escrito de particulares a diversas autoridades, trad. de lat. petitio al proconsul IManisa 523.38 (Lidia II d.C.), frec. en pap. ἀναφόριον ἐπιδεδωκὼς σοι περὶ αἰτήσεως σπερματίων ἀρταβῶν BGU 1861.3 (I a.C.), cf. POxy.1024.20, PSI 1104.18 (ambos II d.C.), μὴ ἀποτύχω τῆς αἰτήσεως no fracase yo en mi demanda, POxy.1841.5 (VI d.C.), sujetas a un impuesto especial τὸ τῆς αἰτήσεως τέλος impuesto sobre peticiones gener. pagado por mujeres para el nombramiento de un tutor POxy.1473.30 (III d.C.), cf. PRyl.120.4 (II d.C.), POxy.56.22 (III d.C.), tb. oralmente οἱ ἐξ αἰτήσεως ἐμῆς προσμαρτυρήσαντες los que testificaron a petición mía, PMasp.168.46 (VI d.C.).
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
demande, prière.
Étymologie: αἰτέω.
German (Pape)
ἡ, Bitte, Forderung, Her. 7.32; Plat. und Folgd.
Russian (Dvoretsky)
αἴτησις: εως ἡ
1 Her., Plat. = αἴτημα 1;
2 Arst. = αἴτημα 2.
Greek (Liddell-Scott)
αἴτησις: -εως, ἡ, παράκλησις, ἀπαίτησις, Ἡρόδ. 7. 32. Ἀντιφῶν 129, 40. ΙΙ. ἐν τῇ λογικῇ αἴτημα, λῆψίς τινος ὡς δεδομένου, τῆς ἀποκρίσεως, Ἀριστ. Ἑρμ. 11. 3.
Greek Monolingual
η (Α αἴτησις)
το να ζητά κανείς κάτι, επιδίωξη, απαίτηση, παράκληση
νεοελλ.
1. έγγραφη, κυρίως, αναφορά ενός ιδιώτη προς κάποια Αρχή, με την οποία ζητά κάτι
2. το ίδιο το έγγραφο στο οποίο διατυπώνεται η έγγραφη αναφορά
(Εκκλ.) τμήμα εκκλησιαστικών ακολουθιών στο οποίο περιλαμβάνονται πολλές δεήσεις
αρχ.
(στη Λογ.) το να θεωρείται κάτι ως αίτημα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αἰτῶ.
ΠΑΡ. μσν. αἰτήσιος.
Greek Monotonic
αἴτησις: -εως, ἡ (αἰτέω), παράκληση, απαίτηση, σε Ηρόδ.
Middle Liddell
English (Woodhouse)
Léxico de magia
ἡ práctica de petición ὀνείρου αἴ. ἀκριβὴς εἰς πάντα práctica de petición de sueños, eficaz para todo P XII 144
Lexicon Thucydideum
rogatio, request, motion, 1.32.2.
Translations
request
Afrikaans: aanvraag; Arabic: طَلَب, مَسْأَلَة, ضَرَاعَة; Armenian: խնդրանք, խնդիր, խնդիրք; Avar: гьари; Azerbaijani: xahiş; Belarusian: просьба, запыт, заяўка, хадайніцтва, патрабаванне, прашэнне; Bulgarian: молба, заявка, просба, прошение; Carpathian Rusyn: просьба; Catalan: petició, sol·licitud, requesta; Chinese Mandarin: 請求/请求; Czech: prosba, žádost, požadavek; Danish: anmodning; Dutch: verzoek, vraag; Estonian: palve, avaldus; Finnish: pyyntö; French: requête, demande; Georgian: თხოვნა, მოთხოვნა; German: Bitte, Nachfrage, Wunsch, Begehren, Begehr, Ersuchen, Gesuch; Gothic: 𐌰𐌹𐌷𐍄𐍂𐍉𐌽𐍃; Greek: αίτηση, αίτημα; Ancient Greek: αἴτημα, αἴτησις, ἀξίωμα, ἀξίωσις, δέησις, ἐξαίτησις, παράκλησις, χρεία, χρείη; Hebrew: בַּקָּשָׁה; Hindi: निवेदन, अनुरोध, फ़रमाइश; Hungarian: kérés, kívánság; Indonesian: minta; Italian: richiesta; Japanese: 依頼, 要求, 要望, 願い; Kazakh: бұйымтай, өтініш; Khmer: សំណូម, សំណើ; Korean: 요망(要望), 요구(要求), 부탁(付託); Kurdish Central Kurdish: داوا, تکا, خواست; Northern Kurdish: daxwaz, doz, dawa, rica, tika; Kyrgyz: өтүнүч, суроо; Latin: petitum; Latvian: prasīšana, lūgšana; Lithuanian: prašymas; Macedonian: барање, молба; Malayalam: അഭ്യർത്ഥന; Norwegian Bokmål: anmodning, oppfordring; Nynorsk: oppfordring; Persian: درخواست, خواهش; Polish: prośba, żądanie; Portuguese: pedido, requisição, requerimento; Punjabi: ਗੁਜਾਰਸ਼; Romanian: cerere; Russian: просьба, запрос, заявка, ходатайство, требование, прошение; Scottish Gaelic: iarraidh; Serbo-Croatian Cyrillic: мо̀лба; Roman: mòlba; Slovak: prosba, žiadosť, požiadavka; Slovene: prošnja, zahteva; Spanish: solicitud, petición; Sundanese: suhun; Swahili: ombi; Swedish: begäran, bön, önskemål, önskan; Tagalog: paki-usap; Tajik: дархост, хоҳиш, илтимос; Tamil: வேண்டுகோள்; Thai: การขอ; Turkish: istek, talep, rica; Ukrainian: просьба, запит, заявка, прохання, вимога; Uyghur: تەلەپ; Uzbek: iltimos, soʻrov, talab; Welsh: cais; Yiddish: בקשה; Zazaki: reca, waştış, taleb