ακινητώ

From LSJ

τὸ ἐγδοχῖον τοῦ ὕδατος καὶ τὰ ἐν τῆι πόλει ὑδραγώγια → the water reservoir and the conduits in the city (or on the acropolis)

Source

Greek Monolingual

ἀκινητῶ (-έω) (Α) ἀκίνητος
είμαι ακίνητος.