ἀκίνητος

From LSJ

Λήσειν διὰ τέλους μὴ δόκει πονηρὸς ὤν → Latere semper posse ne spera nocens → Gewiss nicht immer bleibst als Schuft du unentdeckt

Menander, Monostichoi, 329
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκίνητος Medium diacritics: ἀκίνητος Low diacritics: ακίνητος Capitals: ΑΚΙΝΗΤΟΣ
Transliteration A: akínētos Transliteration B: akinētos Transliteration C: akinitos Beta Code: a)ki/nhtos

English (LSJ)

ἀκίνητον, also η, ον Pi.O.9.33, IG14.1389ii 14:—
A unmoved, motionless, Parm.8, Emp.17, etc.; of Delos, Orac. ap. Hdt.6.98, cf. Pi.P.4.57; ἐξ ἀκινήτου ποδός without stir ring a step, S.Tr.875; τὰς κινήσεις ἀκίνητος Pl.Ti. 40b; τὸ πρῶτον κινοῦν ἀκίνητον αὐτό = the prime mover is itself unmoved Arist.Metaph.1012b31; ὕλη ἀκίνητος Stoic. ap. Plu.2.1054a; ἄστρα ἀκίνητα = fixed stars, Poll.4.156.
2 idle, sluggish, ἐπ' ἀκινήτοισι καθίζειν = to sit in idleness, Hes.Op.750 (where others, to sit on graves, v. infr. 11.2); ἀκίνητοι φρένες a sluggish soul, Ar.Ra. 899; of the Boeotians, Alex.237; χώρα ἀκίνητος = untilled, Plu.2.38c.
3 unmoved, unaltered, ἀκίνητα νόμιμα Th.1.71, etc.; τοὺς νόμους ἐᾶν ἀκινήτους Arist. Pol.1269a9, cf. Pl.Lg.736d, cf. X.Lac.14.1.
II immovable, hard to move, Pl.Sph.249a, Luc.Im.1 (in Comp.). Adv. ἀκινήτως, ἔχειν Isoc.13.12, cf. Pl.Euthphr.11d.
b of property, realty, Olymp. Hist.p.458 D., Cod.Just.1.11.10.1, al.
2 not to be stirred, inviolate, τάφος Hdt.1.187: esp. prov. of sacred things, κινεῖν τὰ ἀκίνητα Id.6.134, cf. Pl.Tht.181a:—hence, that must be kept secret, τἀκίνητ' ἔπη S.OC624; τἀκίνητα φράσαι Id.Ant.1060.
3 of persons, etc., not to be shaken, steadfast, ib.1027; νοῦς ἀκίνητος πειθοῖ Pl.Ti.51e; ἕξις ἀκίνητος ὑπὸ φόβου Id.Def.412a; πρὸς τὸ θεῖον Plu.2.165b.
4 unalterable, κοινότητες Phld.Sign.25.
5 c. gen., inseparable from, PMag.Berol.1.80,165.
III Adv. ἀκινήτως = unmoveably, unmovably, immovably, in an immovable manner, v. supr. II.1.

Spanish (DGE)

-ον
• Alolema(s): ἀκίνα- Ti.Locr.93b
• Prosodia: [-ῐ-]
• Morfología: [fem. -η Nonn.D.25.423; gen. -οιο Nonn.D.38.349, dat. -οισι Hes.Op.750]
I no removido, inalterado, inviolado τάφος ἦν ἀκίνητος μέχρι οὗ ἐς Δαρεῖον περιῆλθε ἡ βασιληίη Hdt.1.187
no sacudido de Delos, nunca removido por el terremoto Δῆλον τὸ πρὶν ἐοῦσαν ἀκίνητον Hdt.6.98
de la tierra no removida, no labrada o roturada τὸ κεκινημένον χωρίον ἐξείκαστο τῷ ἀκινήτῳ X.Cyr.1.6.39, del fondo del mar ἔνθα μάλιστα βένθος ἀκίνητον μελάνει A.R.4.1574.
II 1que no debe o puede moverse o removerse, inviolable de las cosas tenidas por sagradas (templos, tumbas, etc.) μηδ' ἐπ' ἀκινήτοισι καθίζειν ... παῖδα Hes.l.c., κινήσοντά τι τῶν ἀκινήτων Hdt.6.134
inamovible τὰς χρυσᾶς σημείας τὰς ἀκινήτους λεγομένας Plb.2.32.6, prov. μὴ κινεῖν τὰ ἀκίνητα Pl.Lg.684e, aplicado irónicamente a los opuestos a Parménides φευξόμεθα παρ' αὐτοὺς ἀπ' αὖ τῶν τὰ ἀκίνητα κινούντων Pl.Tht.181a
de palabras inviolable, prohibido, secreto, que no debe decirse ἔπη S.OC 624, ἀκίνητα φράσαι S.Ant.1060.
2 firme, inconmovible, difícil de mover del ser universal, Pl.Sph.249a, νοῦς ἀ. πειθοῖ Pl.Ti.51e, ἕξις ψυχῆς ἀκίνητος ὑπὸ φόβου Pl.Def.412a
tardo, torpe φρένες Ar.Ra.899, de los beocios, Alex.239.3, εἰς ἀκίνητον καθάπτειν τι inmovilizar, atar fijamente Plb.8.6.3.
3 inalterable, inmutable, no sujeto a cambio Ζεὺς ἀκινήτους ἐν εἰρήνᾳ φυλάσσοι que Zeus mantenga inmutables (los cimientos de una buena fortuna), B.5.200, ἀφορμά E.Io 474
de las leyes o normas νόμιμα Th.1.71, νόμοι Th.3.37, τοὺς γεγραμμένους ἐᾶν ἀκινήτους βέλτιον Arist.Pol.1269a9, μοι δοκοῦσιν οἱ Λυκούργου νόμοι ἀκίνητοι διαμένειν X.Lac.14.1, νόμος φύσεως Ph.2.135, ἀπραγμοσύνη ISmyrna 602.8 (II/III d.C.), ταῖς ὁμολογίαις Epicur.Fr.[35] 7.9, τὸ ἀγένητον Ph.1.657, κοινότητες Phld.Sign.25.36, cf. II.
4 de pers. inseparable c. gen. ἡ γυνὴ Εὐδήμου ἀ. μου ἐστίν PBremen 63.33 (II d.C.), ἀ. μου γίνου no te separes de mi lado, PMag.1.165, cf. 80.
5 de un bien que no puede moverse, inmueble, raízἀκίνητος αὐτοῦ οὐσία Olymp.Hist.23, Cod.Iust.1.11.10, τὰ ὑπάρχοντα ἐν ἀκινήτοις ἃ ἔσχον Pall.H.Laus.14.1, ἀκίνητα πράγματα POxy.126.17 (VI d.C.).
III inmóvil, quieto, inmutable del ser, el mundo, Dios, etc. τὸ ἐόν Parm.B 8.26, 38, θεός Parm.A 31, οἷον ἀκίνητον τελέθει τῷ παντὶ ὄνομ' εἶναι Parm. en CR 49.1935.123 (Cornford), cf. Parm.B 8.38, τὸ πᾶν Xenoph.A 36, ἀκίνητον τὸ μὴ ὄν Meliss.B 13, τὸ ἕν Pl.Prm.139a, ὁ ἑπτὰ ἀριθμός Philol.B 20, κόσμος Nonn.D.38.349
de los elementos ἀκίνητοι κατὰ κύκλον Emp.B 17.13, de Dios τὸ πρῶτον κινοῦν ἀκίνητον αὐτό el primer motor es inmóvil en sí Arist.Metaph.1012b31, cf. Arist.Ph.258b12, ἄστρα las estrellas fijas Poll.4.156, ὕλην ἀκίνητον ὑποκεῖσθαι Estoico en Plu.2.1054a, ἁ ἰδέα Ti.Locr.93b
de pers. y seres vivos inmóvil ἀκίνητοι σιωπᾷ ἥροες Pi.P.4.57, ἔμβρυον Hp.Mul.1.78, (αἷμα) ἀκίνητον ... ποιεῖ Hp.Acut.(Sp.) 9, τράχηλος διὰ παντὸς ἀ. Hp.Epid.7.5.9, οὐδὲν δ' ἦν ἀκίνητον δρόμῳ E.Ba.727, φυλακαί E.IA 15, βέβηκε ... ἐξ ἀκινήτου ποδός marchó sin mover el pie e.d. murió S.Tr.875, ἀ. βίος σήπεται Plu.2.1129d
de estatuas ἀπεργαζόμενοι εἴδωλα ἄφρονά τε καὶ ἀκίνητα X.Mem.1.4.4, ἐρίπνη Nonn.D.25.423
de los ángeles inmutable, que no se corrompe, que no degenera ἀκίνητοι πρὸς τὸ χεῖρον Gr.Naz.M.36.72B.
IV adv. ἀκινήτως = de manera inconmovible τὸ τῶν γραμμάτων ἀ. ἔχει καὶ μένει κατὰ ταὐτόν Isoc.13.12, cf. Pl.Euthphr.11d, Ti.38a.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
I. 1 qui ne bouge pas, immobile, fixe;
2 inactif, inerte, paresseux;
3 qu'on ne remue pas ; χώρα ἀκίνητος PLUT sol qu'on ne défriche pas, inculte ; fig. qu'on ne déplace pas, à quoi l'on ne touche pas ; sans changement, sans altération, immuable (loi, coutume, etc.);
II. qu'on ne peut mouvoir, d'où
1 inébranlable, immuable ; fig. qu'on ne peut faire changer d'avis;
2 qu'on ne doit pas bouger, à quoi l'on ne doit pas toucher ; inviolable ; ◊ prov. κινεῖν τὰ ἀκίνητα HDT litt. bouger, déplacer ce qui est immuable (ou inviolable), càd commettre un forfait, un sacrilège, etc.
3 qu'on ne doit pas mettre en mouvement (par la parole), càd qui doit rester secret.
Étymologie: , κινέω.

German (Pape)

(fem. ἀκινήτη Pind. Ol. 9.33),
1 unbewegt, unbeweglich, fest, ἑστάναι Plat. Soph. 249a; γῆ ἀκινητοτάτη Tim. 55d; nicht angerührt, unverletzt, τάφος Her. 1.187; Ceb. tab. 34, neben δυσμαθής hartnäckig; βαίνειν ἐξ ἀκινήτου ποδός, gehen, ohne den Fuß fortzusetzen, sterben, Soph. Tr. 875; φρένες ἀκίνητοι Ar. Ran. 899, schwerfälliger Geist.
2 was nicht bewegt, nicht angerührt werden darf, heilig, bes. τὰ ἀκίνητα, Hes. O. 752 μηδ' ἐπ' ἀκινήτοισι καθίζειν, auf den Gräbern; Eur. I.T. 1124, das Bildnis der Göttin heben ἐξ ἀκινήτων βάθρων; Plut. öfter μὴ κινεῖν τὰ ἀκίνητα Legg. III.684d; vgl. Theaet. 181a; nach dem Schol. sprichwörtlich von solchen, die gottlos selbst das Heilige nicht achten; vgl. Her. 6.134; κινεῖς τι τῶν ἀκινήτων Soph. O.C. 624, was verschwiegen werden muß, vgl. Ant. 1060.
• Adv. ἀκινήτως ἔχειν, unbeweglich sein, Isocr. 2.18; Plat. Tim. 38a.

Russian (Dvoretsky)

ἀκίνητος: 2, редко Pind. 3 (ῑ)
1 неподвижный, недвижимый Her., Pind., Plat.: βῆναι ἐξ ἀκινήτου ποδός Soph. отправиться неподвижной стопой, т. е. умереть;
2 малоподвижный, ленивый, вялый (φρένες Arph., Plut.);
3 нетронутый, невспаханный (χώρα Plut.);
4 косный, бездеятельный (ὕλη Plut.);
5 неизменный (νόμιμα Thuc.; νόμοι Arst.): ἀκίνητοι φυλακαί Eur. несменившаяся стража;
6 неприкосновенный, заповедный, запретный, священный (τάφος Her.): κινεῖν τὰ ἀκίνητα Soph., Her., Plat. прикасаться к запретному, т. е. кощунствовать; τἀκινητ᾽ ἔπη Soph. слова, которые нельзя произносить, т. е. тайны;
7 непреклонный, неутолимый, упорный, Soph.: ἀ. ὑπὸ φόβου Plat. неустрашимый.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκίνητος: -ον, καὶ η, ον, Πινδ. Ο. 9.51, Ἀνθ. Π. (παράρτ.), 50.14: ― ἀκίνητος, μὴ κινούμενος, περὶ τῆς Δήλου· Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 6.98· ἀκολούθως παρὰ Πινδ., κτλ.· βέβηκε ... ἐξ ἀκινήτου ποδός, χωρὶς νὰ κινήσῃ πόδα, Σοφ. Τρ. 875· τὰς κινήσεις ἀκίνητος, Πλάτ. Τίμ. 40Β· ἄστρα ἀκ., ἀπλανεῖς ἀστέρες, Πολυδ. 4, 156. 2) ἀργός, ὀκνηρός, ἐπ’ ἀκινητοίσι καθίζειν, = καθέζεσθαι ἐπ’ ἀργίᾳ, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 748 (ἔνθα ἄλλοι ἑρμην. καθέζεσθαι ἐπὶ τάφων· ἴδε κατωτέρω ΙΙ. 2)· ἀκ. φρένες, ὀκνηρά, νωθρὰ ψυχή, Ἀριστοφ. Βάτρ. 899 ἐπὶ τῶν Βοιωτῶν λεγόμενον, Ἄλεξ. ἐν «Τροφωνίῳ» 1· χώρα ἀκ., ἀκαλλιέργητος, Πλούτ. 2.1054Α. 3) ἀκίνητος, ἀμετάβλητος, ἀκ. νόμιμα, Θουκ. 1. 71. κτλ., τοὺς νόμους ἐᾶν ἀκινήτους, Ἀριστ. Πολ. 2. 8, 21, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 736D· ἀκ. διαμένειν, Ξεν. Λακ. 14,1. ΙΙ. ἀκίνητος, ὃν δυσχερὲς εἶναι νὰ κινήσῃ τις, Πλάτ. Σοφ. 249Α, Λουκ. Εἰκ. 1. (κατὰ συγκρ.): ― Ἐπίρρ. ἀκινήτως ἔχειν, Ἰσοκρ. 293C, Πλάτ., κτλ. 2) ὃν δὲν ἐπιτρέπεται νὰ κινήσῃ τις ἢ νὰ ψαύσῃ, ἀπαραβίαστος, ἱερός, Λατ. non movendus, τάφος, Ἡρόδ. 1.187: ἰδίως παροιμία ἐπὶ ἱερῶν πραγμάτων, κινεῖν τὰ ἀκίνητα, ὁ αὐτ. 6.134· πρβλ. Σοφ. Ο. Κ. 1526, Πλάτ. Θεαίτ. 181Α: ἐντεῦθεν, ὅ,τι πρέπει νὰ τηρῆται ἱερόν, ἀπόρρητον· τἀκίνητ’ ἔπη, Σοφ. Ο. Κ. 624· τἀκίνητα φράσαι, ὁ αὐτ. Ἀντ. 1060. 3) ἐπὶ προσώπων, ἀμετάβλητος, σταθερός, ἰσχυρογνώμων, αὐτόθι 1027· ἀκίνητος πειθοῖ. Πλάτ. Τίμ. 51Ε· ἀκ. ὑπὸ φόβου, Ὅρ. Πλάτ. 412Α· πρὸς τὸ θεῖον, Πλούτ. 2.165Β. ΙΙΙ. ἐπίρρ. ἀκινήτως, ἴδε ἀνωτ. ΙΙ. 1.

English (Slater)

ᾰκῑνητος motionless οὐδ' Ἀίδας ἀκινήταν ἔχε ῥάβδον pr. (O. 9.33) ἔπταξαν δ' ἀκίνητοι σιωπᾷ (P. 4.57) χθονὸς εὐρείας ἀκίνητον τέρας i. e. Delos fr. 33c. 3.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀκίνητος, -ον) και ακούνητος, -ιστός
αυτός που δεν κινείται, ο ασάλευτος
«στάθηκε ακίνητος»
αρχ.
«ἄστρα ἀκίνητα», οι απλανείς αστέρες (Πολυδ.)
μσν.- νεοελλ.
ἀκίνητος ἑορτή
γιορτή η οποία γιορτάζεται πάντα σε σταθερή ημερομηνία
νεοελλ.
1. αυτός που δεν μπορεί να μετακινηθεί, που είναι αναπόσπαστος από το έδαφος
«βράχος ακίνητος», «ακίνητη περιουσία»
2. ο ισχυρός, εκείνος που δεν διατρέχει κίνδυνο παρακμής
3. εκείνος, τον οποίο δεν έχουν κουνήσει στην κούνια του
«ακούνιστο μωρό»
4. όποιος δεν έχει ξεκινήσει
«ακίνητο πλοίο»
5. όποιος δεν έχει μπει σε ζυγό (αποδίδεται σε βόδια)
αρχ.
1. αργός, νωθρός
«ἀκίνητοι φρένες» (για τους Βοιωτούς, Αριστοφ.)
2. εκείνος, τον οποίο δεν επιτρέπεται κανείς να μετακινήσει, ο αμετάβλητος
«ἀκίνητα νόμιμα» (Θουκ.)
«νόμους ἀκινήτους» (Αριστοτ.)
3. εκείνος, τον οποίο δεν επιτρέπεται κανείς να κινήσει, να αγγίξει, ο απαραβίαστος
«ἀκίνητος τάφος» (Ηρόδ.), «κινεῖν τὰ ἀκίνητα» (Ηρόδ.)
4. ο αμετάβλητος, ο σταθερός ή ο πείσμων (αποδίδεται σε πρόσωπα, Σοφ. Πλάτ.)
5. ο χέρσος, ο ακαλλιέργητος
«ἀκίνητος χώρα» (Πλούτ.)
6. αυτός που δεν μπορεί να αποχωριστεί κάποιον ή κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερητ. + κινητὸς < κινῶ.
ΠΑΡ. ακινησία. αρχ. ἀκινητῶ
νεοελλ.
ἀκινητότητα.
ΣΥΝΘ. νεοελλ. ακινητοποιώ].

Greek Monotonic

ἀκίνητος: -ον και -η, -ον (κινέω),
I. 1. ακίνητος, αυτός που δεν κινείται, λέγεται για την Δήλο, σε Χρησμ. παρά Ηροδ.· ἐξ ἀκινήτου ποδός, χωρίς να κινήσει το πόδι, σε Σοφ.
2. αργός, οκνηρός, οκνός, νωθρός, τεμπέλης, σε Αριστοφ.
3. ακίνητος, αμετάβλητος, για νόμους, σε Θουκ. κ.λπ.
II. ακίνητος, δύσκολος στο να κινηθεί, δυσκίνητος, σε Πλάτ., Λουκ.· επίρρ. ἀκινήτως ἔχειν, είμαι αμετακίνητος, σε Πλάτ. κ.λπ.
2. αυτός που δεν επιτρέπεται κάποιος να τον κινήσει ή να τον αγγίξει, απαραβίαστος, ιερός, Λατ. non movendus, τάφος, σε Ηρόδ.· παροιμ. λέγεται για ιερά πράγματα, κινεῖν τὰἀκίνητα, στον ίδ.· επίσης τἀκίνητα φράσαι, σε Σοφ.
3. λέγεται για πρόσωπα, ακίνητος, αμετακίνητος, σταθερός, ισχυρογνώμων, στον ίδ.

Middle Liddell

κινέω
I. unmoved, motionless, of Delos, Orac. ap. Hdt.; ἐξ ἀκινήτου ποδός without stirring a step, Soph.
2. idle, sluggish, Ar.
3. unmoved, unaltered, of laws, Thuc., etc.
II. immovable, hard to move, Plat., Luc.:—adv., ἀκινήτως ἔχειν to be immovable, Plat., etc.
2. not to be stirred or touched, inviolate, Lat. non movendus, τάφος Hdt.: proverb. of sacred things, κινεῖν τὰ ἀκίνητα Hdt.; also τἀκίνητα φράσαι Soph.
3. of persons, not to be shaken, steadfast, stubborn, Soph.

English (Woodhouse)

immovable, steadfast, unalterable, uninfluenced, unmoved, not meddled with, not to be influenced, not to be meddled with, proof against, unmoved by

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Lexicon Thucydideum

immotus, unmoved, calm, 1.71.3, 3.37.3.