ακριβόμετρο

From LSJ

Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?

Source

Greek Monolingual

το
ακριβέστατο όργανο μέτρησης ή ζύγισης πολύ μικρών άντικειμένων.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ακριβής + μέτρο.
ΠΑΡ. ακριβομετρώ].