ακριβής
Greek Monolingual
-ές (Α ἀκριβής)
1. αυτός που εκτελείται ή συντελείται με τελειότητα και με κάθε λεπτομέρεια, ο χωρίς ελλείψεις, ο σωστός, ο αλάνθαστος
2. αυτός που ανταποκρίνεται, που συμφωνεί με παραδεδεγμένο πρότυπο ή προκαθορισμένους όρους
νεοελλ.
(για πρόσωπα)
1. αυτός που εκτελεί ή λέει κάτι με ακρίβεια, προσέχοντας τις λεπτομέρειες και φροντίζοντας για την τελειότητα
2. αυτός που τηρεί τις υποχρεώσεις του, τακτικός, συνεπής
αρχ.
1. αυτός που επανέρχεται με ακρίβεια, σε κανονικά διαστήματα, περιοδικός, κανονικός
2. αυστηρός, αδέκαστος
3. φειδωλός, οικονόμος
4. μετρημένος, λιτός
5. αυτός που η ιδιότητά του ανταποκρίνεται στο πραγματικό νόημα της λέξης, κυριολεκτικός, πραγματικός, εξαίρετος, ευσυνείδητος
6. (ως όρος της Αστρονομίας) αληθινός, σε αντίθ. με το φαινόμενος
7. (για επιχειρήματα) λογικός, εύστοχος
8. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀκριβές
η ακρίβεια
9. «ἀκριβὴς τοῖς ὄμμασι», αυτός που έχει οξύτατη όραση
10. επίρρ. ἀκριβῶς
α) με ακρίβεια, με πιστότητα
β) με φειδώ, με μέτρο
γ) με λεπτομέρειες, εξονυχιστικά (σε αντίθεση με τα ἁπλῶς και τύπῳ (= σε γενικές γραμμές).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Λ. της αττικής κυρίως πεζογραφίας, η οποία πέρασε και στην επιστημονική ορολογία, όπου χρησιμοποιήθηκε επίσης ως χαρακτηρισμός του λογοτεχνικού ύφους. Ετυμολογικά η λ. είναι αβέβαιης προέλευσης. Πιθανότερη θεωρείται η άποψη κατά την οποία το επίθ. ακριβής είναι σύνθ. από το επίθ. ἄκρος και το ρ. εἴβω (παράλληλος τ. του ρ. λείβω) «στάζω». Σύμφωνα με την άποψη αυτή η λ. θα προήλθε από αρχικό τ. ἀκρ-ειβὴς με γιωτακισμό (τροπή του -ει- σε -ι-, πρβλ. και εἵμα- ἱμάτιον). Το επίθ. αρχικά θα σήμαινε «αυτός που στάζει στο άκρο, στο ανώτατό του τμήμα». Επομένως «ο γεμάτος μέχρι τα άκρα» και κατ’ επέκταση «ακριβής».
ΠΑΡ. ακρίβεια, ακριβεύω
αρχ.
ἀκριβάζω
(αρχ. μσν.) ἀκριβῶ
μσν.
ἀκριβεστέρως.
ΣΥΝΘ. ακριβολόγος, ακριβοδίκαιος, επακριβής, υπερακριβής
αρχ.
ἐθελακριβής
μσν.
ἀκριβόλεκτος
μσν.- νεοελλ.
ανακριβής
νεοελλ.
ακριβομέτρης, ακριβόμετρο. Βλ. και λήμμα ακ-].