ακρονιφής

From LSJ

Μὴ φεῦγ' ἑταῖρον ἐν κακοῖσι κείμενον → Ne fuge sodalem, cum calamitas ingruit → Lass einen Freund in Schwierigkeiten nicht im Stich

Menander, Monostichoi, 341

Greek Monolingual

ἀκρονιφής (-οῦς), ές (Α)
αυτός που έχει χιόνια στην κορφή.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀκρο- (Ι) + -νιφὴς < αιτ. νίψα «χιόνι»].