ακροποσθία

From LSJ

δέξηται, δέχονται, ύπεδέξατο, προσδέχεται → should receive, receive, received, receives

Source

Greek Monolingual

η (Α ἀκροποσθία)
η ακροβυστία.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀκρο- (Ι) + πόσθη].