ακρόκλαδο

From LSJ

ἐλπίδες ἐν ζωοῖσιν, ἀνέλπιστοι δὲ θανόντες → hope is for the living, while the dead despair

Source

Greek Monolingual

και ακροκλάδι, το
η άκρη του κλαδιού δέντρου ή θάμνου.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ακρο- (Ι) + κλαδί.