ακρόσοφος

From LSJ

ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)

Source

Greek Monolingual

ἀκρόσοφος, -ον (Α)
ο υπερβολικά σοφός, έξοχος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀκρο- (ΙΙΙ) + σοφός.