ακταιωρώ

From LSJ

ξένους ξένιζε, καὶ σὺ γὰρ ξένος γ' ἔσῃ → be hospitable to guests; you too will be a guest

Source

Greek Monolingual

(Α ἀκταιωρῶ και ἀκτωρῶ -έω)
φρουρώ, φυλάω τις ακτές.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀκταίωρος και ἀκτωρός].