ακυρολογώ

From LSJ

Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn

Menander, Monostichoi, 451

Greek Monolingual

(Α ἀκυρολογῶ, -έω) [ἀκυρολόγος]
χρησιμοποιώ λανθασμένες κατά τη σημασία λέξεις ή εκφράσεις, δεν μιλώ σωστά.