χρησιμοποιώ

From LSJ

Πάντα ταῦτα ἐπείρασα ἐν τῇ σοφίᾳ: εἶπα Σοφισθήσομαι, καὶ αὐτὴ ἐμακρύνθη ἀπ' ἐμοῦ· κτλ. (Εcclesiastes 7:23f., LXX version) → I tried to give proof in wisdom of all those things; I said, I will be wise, but that wisdom was far from me ...

Source

Greek Monolingual

Ν
κάνω χρήση ενός πράγματος, μεταχειρίζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρήσιμος + -ποιώ. Η λ., στον λόγιο τ. χρησιμοποιέω, -, μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν του Άγγ. Βλάχου].