χρησιμοποιώ

From LSJ

Ἐφόδιον εἰς τὸ γῆρας αἰεὶ κατατίθου → Bonum senectae compara viaticumWegzehrung für das Alter sorge stets dir vor

Menander, Monostichoi, 154

Greek Monolingual

Ν
κάνω χρήση ενός πράγματος, μεταχειρίζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρήσιμος + -ποιώ. Η λ., στον λόγιο τ. χρησιμοποιέω, -, μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν του Άγγ. Βλάχου].