χρησιμοποιώ
From LSJ
Ἐφόδιον εἰς τὸ γῆρας αἰεὶ κατατίθου → Bonum senectae compara viaticum → Wegzehrung für das Alter sorge stets dir vor
Ἐφόδιον εἰς τὸ γῆρας αἰεὶ κατατίθου → Bonum senectae compara viaticum → Wegzehrung für das Alter sorge stets dir vor
Ν
κάνω χρήση ενός πράγματος, μεταχειρίζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρήσιμος + -ποιώ. Η λ., στον λόγιο τ. χρησιμοποιέω, -ῶ, μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν του Άγγ. Βλάχου].