αλαλαγμός

From LSJ

ἰατρέ, θεράπευσον σεαυτόν → physician, heal thyself | healer, heal thyself

Source

Greek Monolingual

ο (Α ἀλαλαγμὸς) ἀλαλάζω
δυνατή κραυγή, ιδίως χαράς
αρχ.
δυνατός θόρυβος από φωνές ή ήχους, ακόμη και κραυγή οδύνης, ολολυγμός.