αλαλογώ
From LSJ
Ζήτει συναγαγεῖν ἐκ δικαίων τὸν βίον → Vitam ex honestis tibi para negotiis → Erwirb dir nur gerechten Lebensunterhalt
Ζήτει συναγαγεῖν ἐκ δικαίων τὸν βίον → Vitam ex honestis tibi para negotiis → Erwirb dir nur gerechten Lebensunterhalt
(-άω)
είμαι ή γίνομαι ανόητος, αποβλακώνομαι («αλαλόγησε το παιδί διάβασε-διάβασε» Βηλαράς).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < άλαλος + κατάλ. –λογώ, κατά απλολογία].