αλγεβρικός

From LSJ

Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau

Menander, Monostichoi, 215

Greek Monolingual

-ή, -ό άλγεβρα
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Άλγεβρα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < άλγεβρα + κατάλ. -ικός, πρβλ. αγγλ. algebraic].