άλγεβρα
Greek Monolingual
η Μαθ.
γενίκευση και επέκταση σε αυθαίρετες ποσότητες τών πράξεων της αριθμητικής, δηλαδή της προσθέσεως, της αφαιρέσεως, του πολλαπλασιασμού, της διαιρέσεως, της υψώσεως σε δύναμη και της εξαγωγής ρίζας.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Ξεν. όρος. Πρόκειται για αραβική λ. που πέρασε στην επιστημονική ορολογία μέσω του μσν. λατ. τύπου algebra. Ο όρος algebra (άλγεβρα) είναι απόδοση του αραβ. al-jabr, που έχει προέλθει από τη σύζευξη τών όρων al-jabr [[wa 'lmuqābalah]] «αποκατάσταση (ή συμπλήρωση)» [«και εξίσωση»] με παράλειψη του β' όρου (που δηλώνεται εδώ μέσα στις αγκύλες). Με τη σειρά της ολόκληρη η φράση «al-jabr w'almuqābalah» είναι τμήμα μιας μεγαλύτερης προτάσεως, που αποτελούσε τον πλήρη τίτλο ενός έργου του μεγάλου Άραβα μαθηματικού του 9ου αιώνα Mohammed ibn Mūsa al-khwārizmī. O πλήρης τίτλος του έργου αυτού ήταν στα Αραβικά «al-kitāb al-mukhtaşar fi hisāb al-jabr wa'lmuqābalah» («Συνοπτικό βιβλίο υπολογισμών με συμπλήρωση και εξίσωση»). Με τον όρο aljabr επικράτησε να χαρακτηρίζονται στα Αραβικά και μεταγενέστερα έργα που αναφέρονταν στο ίδιο θέμα. Έτσι βαθμηδόν γενικεύτηκε ο όρος al-jabr (μσν. λατ. algebra) ως όρος της μαθηματικής επιστήμης.
ΠΑΡ. νεοελλ. αλγεβρικός].