αλεπομύτης

From LSJ

μητέρα πολλῶν ἐτῶν κληροῦχον → mother having old age for her lot, mother heiress of many years

Source

Greek Monolingual

ο
αυτός που έχει μύτη σαν της αλεπούς, σαν το ρύγχος της αλεπούς.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αλεπού + μύτη.