αλετρόχερη

From LSJ

ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself

Source

Greek Monolingual

η
λαβή αρότρου, αλετροκράτημα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ουσ. αλέτρι + έχερη «η λαβή του αρότρου»].