αλευροειδής

From LSJ

ἐὰν ἃ τοῖς ἄλλοις ἐπιτιμῶμεν, αὐτοὶ μὴ δρῶμεν → avoid doing what you would blame others for doing

Source

Greek Monolingual

-ές
1. αυτός που μοιάζει με αλεύρι
2. που είναι ευκολότριφτος όπως το αλεύρι.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αλεύρι + -ειδής < είδος].